- νοημοσύνη ή νόηση
- Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια θεϊκή σπίθα, που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα και καθιερώνει μια ιεραρχία μεταξύ των ανθρώπων, από τη μεγαλοφυΐα έως τον ηλίθιο. Αυτή η κλίμακα αξιών έχει ως βάση την πρακτική σημασία που αποδίδει ο πολιτισμός μας στην ν. ως ικανότητα γρήγορης αντίληψης και αντίδρασης, ως χάρισμα νοητικής επάρκειας, που συνεπάγεται πολυάριθμες άλλες προσωπικές αρετές (καλλιέργεια, καλοσύνη, πλούτο κλπ.).
Η νεότερη ψυχολογία άσκησε έλεγχο στις λαϊκές αυτές αντιλήψεις, αποδεχόμενη μερικές από αυτές, απορρίπτοντας άλλες και, στο φως της αντικειμενικής επιστημονικής έρευνας, εξέτασε τη φύση, τους εξελικτικούς νόμους της ν. και τις ατομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος εκδηλώσεις της. Για να μπορέσει να προχωρήσει με αυτόν τον τρόπο, η ψυχολογική επιστήμη ελευθέρωσε την έννοια της ν. από το νεφέλωμα του μυστικισμού, που συχνά την περιβάλλει, και μελέτησε τη συγκεκριμένη εκδήλωση της ν., δηλαδή τη λεγόμενη νοήμονα συμπεριφορά. Αν αναλύσουμε, όπως έκαναν στην αρχή του 20ού αι. οι ψυχολόγοι Αλφρέ Μπινέ και Εντουάρ Κλαπαρέντ, ό,τι κοινό έχουν πολλοί κύκλοι δράσης, που ομόφωνα ταξινομούνται ως νοήμονες, θα βρούμε ότι ακολουθούν μια καθορισμένη κατεύθυνση την οποία εκλέγει με τη θέλησή του αυτός που πραγματοποιεί τη δράση· επίσης ότι απαιτούν τη σαφή από μέρους του κατανόηση τόσο των ίδιων του των προθέσεων όσο και των χαρακτηριστικών της εξωτερικής κατάστασης και ότι τον παρακινούν στην επινόηση γραμμών συμπεριφοράς, μεταξύ των οποίων υιοθετεί, με μια κριτική ενέργεια, την πιο κατάλληλη. Όπως γίνεται φανερό από την ανάλυση αυτή, είναι αυθαίρετο να θεωρήσουμε τη ν. ή ως μοναδική ικανότητα, κατά τον τρόπο που προτιμούν να το κάνουν οι φιλόσοφοι και οι κλασικοί ψυχολόγοι, ή, με πιο σύγχρονο πνεύμα, ως οργανωμένο σύνολο προσωπικών χαρακτηριστικών που επιτρέπουν στο άτομο να προσαρμόζεται, -σύμφωνα με σαφείς ή λανθάνοντες σκοπούς, γρήγορα και δραστήρια σε νέες απαιτήσεις, δύσκολες και πολύπλοκες ή που τουλάχιστον το άτομο τις έχει ζήσει ως τέτοιες, χάρη στην καταλληλότερη και οικονομικότερη προπαρασκευή μέσων που έχει επινοήσει η σκέψη.
Είτε απλή θελήσουμε να εννοήσουμε τη δομή της ν. είτε σύνθετη - ως ενιαία, πολυδύναμη ενέργεια, δηλαδή χρησιμοποιήσιμη σε κάθε πεδίο πρακτικής εφαρμογής, ή και ως συσσώρευση ανεξάρτητων μεταξύ τους προσόντων, που χρησιμοποιούνται κάθε φορά ανάλογα με τον τρόπο ενέργειας που χρειάζεται να γίνει - εμφανίζεται μια στενή συγγένεια μεταξύ της νοήμονος συμπεριφοράς, και άλλων ψυχικών δραστηριοτήτων, όπως για παράδειγμα η βουλητική ώθηση (που με τη σειρά της μπορεί να προέλθει από την εξέλιξη και εξειδίκευση των ενστικτωδών παρορμήσεων), η αντίληψη και ο συνειρμός, η φαντασία, η μνήμη και η σκέψη. Αυτό αποδεικνύει ακόμα μια φορά τη στενή οργανική συνάρτηση ανάμεσα σε κάθε τύπο ψυχικής δραστηριότητας, όχι μόνο νοητικής αλλά και συναισθηματικής. Ξεπερνώντας την κλασική αντίθεση μεταξύ λογικής και συναισθήματος, μεταξύ εγκεφάλου και καρδιάς, η νεότερη ψυχολογία αποκλείει πράγματι τη δυνατότητα μιας νοητικής συμπεριφοράς χωρίς κίνητρα συγκινησιακού τύπου, γιατί μόνο αυτά είναι σε θέση να παρακινήσουν το άτομο προς ορισμένους σκοπούς ή να το κάνουν να ξεφύγει από άλλους, παρακάμπτοντας ορισμένα εμπόδια.
Αυτή η παράκαμψη ενός εμποδίου, υλικού ή συμβολικού, που στο άτομο παρουσιάζεται νέο και δύσκολο, είναι ο πυρήνας της έλλογης συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά αυτή συναντάται στον άνθρωπο ή στα ζώα, κάθε φορά που δεν περιορίζονται στην απλή μηχανική επανάληψη προσπαθειών και λαθών, αλλά δείχνουν ότι λαμβάνουν υπόψη τους τη βιωμένη τους εμπειρία. Στον άνθρωπο, μερικές φορές, οι διάφορες φάσεις της ενέργειας της ν. μόλις γίνονται αντιληπτές, είναι ταχύτατες και η συμπεριφορά του φαίνεται να εκδηλώνεται με αστραπές μεγαλοφυΐας. Αυτό συμβαίνει, όταν το πρόβλημα που περιμένει τη λύση του είναι σχετικά εύκολο ή όταν από τη λύση του, την επιζητούμενη από καιρό, λείπει ένα σημείο-κλειδί για να είναι τέλεια.
Πολλές επιστημονικές έρευνες ασχολήθηκαν με τη γένεση της ν. αποδεικνύοντας τη συνεισφορά τόσο κοινωνικοπολιτιστικών παραγόντων, και μάλιστα μεγάλου αριθμού, όσο και οργανικών παραγόντων, που έχουν τη βάση τους στην ακεραιότητα και στη λειτουργικότητα του νευρικού συστήματος (ιδιαίτερα του εγκεφαλικού φλοιού και των αισθητηρίων οργάνων) και του ενδοκρινούς (κυρίως του θυρεοειδούς). Η ν. που εκδηλώνει ο ενήλικος είναι συνεπώς καρπός βιολογικής κληρονομικότητας (περίπου κατά το 30%) και του περιβάλλοντος (περίπου κατά το 70%) στο οποίο αναπτύχθηκε και δρα. Η ποικιλία των συνθηκών αυτών και ο συνδυασμός τους μπορούν να εξηγήσουν τον διαφορετικό βαθμό και τύπο νοητικής ικανότητας μεταξύ των διάφορων ειδών ζώων και, στο ανθρώπινο είδος, μεταξύ ατόμων της ίδιας ή διαφορετικής ηλικίας, μεταξύ ατόμων διαφορετικής καλλιέργειας, επαγγέλματος κλπ.
Οι έρευνες συνέβαλαν επίσης στη δημιουργία οργάνων μέτρησης της ατομικής ικανότητας, ποσοτικής και ποιοτικής, της ν. Το 1905 οι Γάλλοι Μπινέ και Σιμόν κατασκεύασαν την πρώτη κλίμακα μέτρησης της ν. που την τελειοποίησε αργότερα ο Αμερικανός Λιούις Τέρμαν και άλλοι, σε ό,τι αφορά τόσο την ισχύ και ικανότητα διάκρισης όσο και την πρακτικότητα χρήσης. Σήμερα η εξέταση της ν. στον άνθρωπο μπορεί να πραγματοποιηθεί από την πιο τρυφερή παιδική ηλικία έως τα γηρατειά. Στον ενήλικο μπορούν να εφαρμοστούν ειδικά ψυχολογικά τεστ, ακόμα και συλλογικά, τα οποία επιτρέπουν μια διάγνωση σε χρονικό διάστημα περίπου μιας ώρας. Από την εκτεταμένη εφαρμογή των τεστ αυτού του είδους, βγαίνει το συμπέρασμα ότι η ν. δεν ακολουθεί τον νόμο του «όλα ή τίποτε», όπως πιστεύει η λαϊκή αντίληψη, αλλά κατανέμεται στους ανθρώπους με ευρύτατη κλίμακα αξιών από ένα ελάχιστο ως ένα μέγιστο. Το γενικό επίπεδο της ν. των διάφορων ατόμων μπορεί να υπολογιστεί σε χρόνια και μήνες νοητικής ηλικίας (Ν.Η.), αναφερόμενο δηλαδή στον βαθμό νοητικής ανάπτυξης που κανονικά επιτυγχάνεται σε μια δεδομένη στιγμή της αναπτυξιακής ηλικίας. Ο καθορισμός μιας ορισμένης νοητικής ηλικίας έχει προφανώς αξία μόνο σε συσχετισμό με την πραγματική χρονική ηλικία (X.Η.) του ατόμου, έτσι ώστε να δείχνει πόσο περισσότερο ή λιγότερο έχει αναπτυχθεί το άτομο σε σχέση με το καθιερωμένο μέτρο. Ο Γερμανός Βίλχελμ Στερν (δείκτης ν.) εισήγαγε τη χρήση του συσχετισμού αυτού, γνωστού με την ονομασία δείκτης (ή πηλίκο) ν.
Τα ατομικά εφόδια ν. που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ειδικούς τομείς για τη λύση ιδιαίτερων τύπων προβλημάτων, εκφράζονται σε σύγκριση με την ικανότητα υποδειγματικών ομάδων κανονικών ατόμων. Μπορεί έτσι να επιτευχθεί, σύμφωνα με την τεχνική του Αμερικανού Έντουαρντ Λι Θορντάικ, ένα προφίλ του ατόμου σε ό,τι αφορά την ικανότητά του στους διάφορους συντελεστές της ν., όπως π.χ. η λεκτική αντίληψη (συντελεστής V), η ευκολία λόγου (συντελεστής W), η μαθηματικο-αριθμητική ικανότητα (συντελεστής Ν), η ικανότητα οπτικής απεικόνισης του χώρου, συγγενική με τη λεγόμενη πρακτική ν. (συντελεστής S), η τελειότητα αντιληπτικής διάκρισης (συντελεστής Ρ), η μνήμη (συντελεστής Μ), η ικανότητα επαγωγικού συλλογισμού (συντελεστής R).
Ορισμένες συνθήκες του περιβάλλοντος ή προσωπικές μπορούν να κάνουν να συγκλίνει η νοητική αποτελεσματικότητα των ανθρώπων προς ιδιαίτερους τομείς εφαρμογής, ανάλογα με το είδος της εκπαίδευσής τους, τον τύπο του χαρακτήρα τους κλπ. Γι’ αυτό τα ίδια εφόδια ν. μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ένα άτομο για να γίνει επιστήμονας, από ένα άλλο για να γίνει έμπορος, από ένα τρίτο για να ενεργήσει ως εγκληματίας. Η ν. μπορεί να νοηθεί ως μία από τις τόσες δυνάμεις της φύσης, που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος για τους πιο διαφορετικούς σκοπούς, ωφέλιμους ή επιζήμιους στον εαυτό του ή στους άλλους. Η ανωτερότητα του ανθρώπου μπορεί να είναι ακριβώς το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιεί αυτήν την ανεκτίμητη ψυχική του ενέργεια.
δείκτης ν. Το γενικό επίπεδο της νοητικής ικανότητας κάθε ανθρώπου μπορεί να μετρηθεί με ειδικές κλίμακες μέτρησης της ν. σε χρόνια και μήνες νοητικής ηλικίας (N.H.). Με τους αριθμούς αυτούς (δείκτες) σημειώνεται σε ποια ηλικία τα κανονικά άτομα κατορθώνουν να ξεπεράσουν ορισμένες δοκιμασίες της κλίμακας. Όταν δεν παρουσιάζουν διαφορά μεταξύ της νοητικής ηλικίας (N.H.) και της χρονικής ηλικίας (X.H.) πρόκειται για κανονική ν., ενώ αντίθετα όταν η N.H. είναι κατώτερη από τη X.H. έχουμε καθυστέρηση στην πνευματική ανάπτυξη (νοητική υποαπόδοση) και όταν είναι ανώτερη έχουμε πρωιμότητα (νοητική υπεραπόδοση).
Το 1911, ο Γερμανός ψυχολόγος Βίλχελμ Στερν πρότεινε την έκφραση της νοητικής ικανότητας των παιδιών όχι με τη διαφορά αλλά με τη σχέση μεταξύ N.H. και X.H. Η σχέση αυτή, που αργότερα ονομάστηκε δείκτης (ή πηλίκο) ν. θα είναι ίση με 1 όταν οι δύο ηλικίες ταυτίζονται, και επομένως θα δείχνει άτομο με απόλυτα κανονική ν. και θα είναι ανώτερη ή κατώτερη από 1 σ’ εκείνους που έχουν νοητική υπεραπόδοση η υποαπόδοση. Για ν’ αποφευχθούν τα δεκαδικά, συμφωνήθηκε να πολλαπλασιάζεται ο δείκτης επί 100 και να στρογγυλεύεται ο αριθμός στη μονάδα, με τον τύπο:
νοητική ηλικία
δείκτης ν. = νοητική ηλικία x 100.
χρονική ηλικία
Επειδή είναι ευκολονόητο και έχει αξία ενδεικτική της πνευματικής ικανότητας, το στοιχείο ν. (Δ.Ν.) χρησιμοποιείται πολύ σε διάφορες περιπτώσεις της δημόσιας ζωής, π.χ. για την εισαγωγή των μαθητών σε διαφοροποιημένες ή ειδικές σχολές, για τον επαγγελματικό προσανατολισμό, για τον καθορισμό της ευθύνης σε δικαστικές υποθέσεις.
Λόγω των πλεονεκτημάτων αυτών, ο καθορισμός του δείκτη ν. επεκτάθηκε σε εξελικτική ηλικία και στους ενηλίκους. Στην περίπτωση αυτή ο υπολογισμός γίνεται με τη διαίρεση της νοητικής ηλικίας, όπως έχει υπολογιστεί με τις ειδικές κλίμακες, με τον σταθερό αριθμό 16, που αντιστοιχεί με την ηλικία στην οποία σημειώνεται η μέγιστη ανάπτυξη της ν.
Dictionary of Greek. 2013.